παροργίσῃ

παροργίσῃ
παροργίζω
provoke to anger
aor subj mid 2nd sg
παροργίζω
provoke to anger
aor subj act 3rd sg
παροργίζω
provoke to anger
fut ind mid 2nd sg
παροργίζω
provoke to anger
aor subj mid 2nd sg
παροργίζω
provoke to anger
aor subj act 3rd sg
παροργίζω
provoke to anger
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρόργιση — παρόργιση, η και παροργισμός, ο η πράξη του παροργίζω, ερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρόργιση — η [παροργίζω] ο παροργισμός …   Dictionary of Greek

  • παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται …   Dictionary of Greek

  • παρόξυνση — η η ενέργεια τού παροξύνω, η εξερέθιση, η παρόρμηση, η παρόργιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροξύνω. Η λ., στον λόγιο τ. παρόξυνσις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • εξερέθιση — η παροξυσμός, διέγερση, παρόργιση, εξερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροργισμός — ο βλ. παρόργιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”